σεληνογραφικός — ή, ό, Ν 1. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεληνογραφία 2. φρ. α) «σεληνογραφικές συντεταγμένες» αστρον. σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, χρησιμοποιούμενων στη σεληνογραφία, κατά το οποίο ο ισημερινός τής Σελήνης αποτελεί τον βασικό… … Dictionary of Greek
σεληνογράφος — ο, η, Ν επιστήμονας που ασχολείται με την σεληνογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenographer (< selenography, βλ. λ. σεληνογραφία)] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
Εβέλιους, Γιοχάνες — (Johannes Hevelius, 1611 – 1687). Πολωνός αστρονόμος. Ασχολήθηκε με τη μελέτη της μηχανικής και της αστρονομίας. Το 1641 ίδρυσε ατομικό αστεροσκοπείο το οποίο ονόμασε Στελεμπούργκουμ (Stelaeburgum). Είχε κατασκευάσει μόνος του τα οπτικά όργανα… … Dictionary of Greek